- κοσμηματογραφία
- η1. η τέχνη τού κοσμηματογράφου2. το τυπογραφικό κόσμημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Λύσανδρο Καφταντζόγλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
κοσμηματογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμηματογραφία ή στον κοσμηματογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ., στον τ. κοσμηματογραφική, μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Δρακούλη] … Dictionary of Greek